ξεστούπωμα

ξεστούπωμα
το, -ατος
αφαίρεση του βουλώματος, του στουπώματος, ξεβούλωμα, απόφραξη: Ο υπόνομος θέλει ξεστούπωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεστούπωμα — το [ξεστουπώνω] ξεβούλλωμα …   Dictionary of Greek

  • ξεστουπωτήρι — το εργαλείο που χρησιμοποιείται για ξεστούπωμα, για ξεβούλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεστουπώνω + επίθημα τήρι (πρβλ. σουρω τήρι)] …   Dictionary of Greek

  • ξεστουπωτήρι — το όργανο κατάλληλο για ξεστούπωμα, εκπωματιστήρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”